ξυπνώ: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ {{clear}} πριν τις μεταφράσεις
Γραμμή 43: Γραμμή 43:
===={{κλίση}}====
===={{κλίση}}====
{{el-κλίσ-'αγαπώ'|παρατΒ=1}}
{{el-κλίσ-'αγαπώ'|παρατΒ=1}}
{{clear}}

===={{μεταφράσεις}}====
===={{μεταφράσεις}}====
{{μτφ-αρχή|ξυπνώ κάποιον}}
{{μτφ-αρχή|ξυπνώ κάποιον}}

Αναθεώρηση της 09:28, 25 Μαΐου 2021

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ξυπνώ < μεσαιωνική ελληνική ξυπνῶ < (ελληνιστική κοινήἐξυπνόω / ἐξυπνῶ < ἔξυπνος < ἐξ + αρχαία ελληνική ὕπνος

Ρήμα

ξυπνώ

  1. (μεταβατικό) διακόπτω τον ύπνο κάποιου
    θα ξυπνήσεις το μωρό με τις φωνές σου
  2. (αμετάβατο) σταματώ να κοιμάμαι
    αύριο θα ξυπνήσω νωρίς
  3. (αμετάβατο) (μεταφορικά) αφυπνίζω κάποιον που ζει με ψευδαισθήσεις, σε μια ονειρική πραγματικότητα ή είναι αδρανής
  4. (αμετάβατο) (μεταφορικά) σταματώ να έχω ψευδαισθήσεις, να ζω σε μια ονειρική πραγματικότητα ή να είμαι αδρανής, αφυπνίζομαι
    ξύπνα επιτέλους, η ζωή αλλάζει

Άλλες μορφές

Συγγενικά

Κλίση

Μεταφράσεις