αργοξυπνημένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /aɾ.ɣo.ksi.pniˈme.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : αρ‐γο‐ξυ‐πνη‐μέ‐νος
Μετοχή
[επεξεργασία]αργοξυπνημένος, -η, -ο
- μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος αργοξυπνώ