συντονιστής: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ PAWS - συντήρηση: μείον κενές γραμμές στις Μεταφράσεις |
μ PAWS - συντήρηση: αφαίρεση μτφ-μέση από τις Μεταφράσεις |
||
Γραμμή 43: | Γραμμή 43: | ||
<!-- * {{ku}} : {{τ|ku|ΧΧΧ}} --> |
<!-- * {{ku}} : {{τ|ku|ΧΧΧ}} --> |
||
<!-- * {{hr}} : {{τ|hr|ΧΧΧ}} --> |
<!-- * {{hr}} : {{τ|hr|ΧΧΧ}} --> |
||
{{μτφ-μέση}} |
|||
<!-- * {{la}} : {{τ|la|ΧΧΧ}} --> |
<!-- * {{la}} : {{τ|la|ΧΧΧ}} --> |
||
<!-- * {{lt}} : {{τ|lt|ΧΧΧ}} --> |
<!-- * {{lt}} : {{τ|lt|ΧΧΧ}} --> |
Τελευταία αναθεώρηση της 03:02, 4 Φεβρουαρίου 2022
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- συντονιστής < συντονίζω + -τής (2. (μεταφραστικό δάνειο) γαλλική syntonisateur)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
συντονιστής αρσενικό (θηλυκό (στο 1): συντονίστρια)
- αυτός που συντονίζει
- (ηλεκτρολογία) κατασκευή ή όργανο που χρησιμοποιούν για να πετύχουν τον συντονισμό κυκλώματος
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
συντονιστής
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ποιητής' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -τής (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ηλεκτρολογία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)