Μιχαήλ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Μιχαήλ < ελληνιστική κοινή Μιχαήλ < εβραϊκή מִיכָאֵל (mikha'él) κυριολεκτικά: «ποιος είναι σαν τον θεό;»[1]
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Μιχαήλ αρσενικό άκλιτο
- ανδρικό όνομα
- (θρησκεία) ένας από τους δύο Αρχαγγέλους (Ταξιάρχες) της Χριστιανικής Θρησκείας
- επώνυμο (ανδρικό ή γυναικείο)
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Μιχαήλ
|
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
Πηγές[επεξεργασία]
- Ντίνας, Κ. 1995. Kοζανίτικα επώνυμα (1759-1916). Kοζάνη: Iνστιτούτο Bιβλίου και Aνάγνωσης (Yπουργείο Πολιτισμού-Δήμος Kοζάνης) [1]
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Μιχαήλ αρσενικό άκλιτο
Κατηγορίες:
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα εβραϊκά (νέα ελληνικά)
- Κύρια ονόματα (νέα ελληνικά)
- Ανδρικά ονόματα (νέα ελληνικά)
- Θρησκεία (νέα ελληνικά)
- Επώνυμα κοινού γένους (νέα ελληνικά)
- Κύρια ονόματα (ελληνιστική κοινή)
- Ελληνιστική κοινή
- Ανδρικά ονόματα με επίθημα -ήλ (ελληνιστική κοινή)
- Ανδρικά ονόματα (ελληνιστική κοινή)
- Βιβλικά ονόματα (ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)