άμπακος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | άμπακος | οι | άμπακοι |
γενική | του | άμπακου | των | άμπακων |
αιτιατική | τον | άμπακο | τους | άμπακους |
κλητική | άμπακο | άμπακοι | ||
Κατηγορία όπως «υπνάκος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- άμπακος < άμπακ(ας) + -ος < (άμεσο δάνειο) ιταλική abbaco < λατινική abacus < αρχαία ελληνική ἄβαξ (αντιδάνειο)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
άμπακος αρσενικό
- → δείτε τη λέξη άμπακας
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
άμπακος
→ δείτε τη λέξη άμπακας |
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'υπνάκος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ος (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Αντιδάνεια (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)