αγκαθωτός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αγκαθωτός < αγκάθι + -ωτός
Επίθετο[επεξεργασία]
αγκαθωτός
- που έχει αγκάθια ή πολλές αιχμηρές προεξοχές που μοιάζουν με αγκάθια
- το στρατόπεδο ήταν περιφραγμένο με αγκαθωτό συρματόπλεγμα
Συνώνυμα[επεξεργασία]
- αγκαθερός
- τσιμπητερός (συνήθως όταν τα αγκαθάκια είναι μικροΐνες, παιδική λέξη)