ακάρφωτος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /aˈkaɾ.fo.tos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐κάρ‐φω‐τος
Επίθετο[επεξεργασία]
ακάρφωτος, -η, -ο
- που δεν έχει καρφωθεί