ακετόνη

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ακετόνη οι ακετόνες
      γενική της ακετόνης των ακετονών
    αιτιατική την ακετόνη τις ακετόνες
     κλητική ακετόνη ακετόνες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ακετόνη < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική acetone[1] < λατινική acetum < aceo < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *h₂eḱ- (οξύς)

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /a.ceˈto.ni/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐κε‐τό‐νη

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ακετόνη θηλυκό

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]