ακόλλητος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ακόλλητος < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή ἀκόλλητος[1]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /aˈko.li.tos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐κόλ‐λη‐τος
Επίθετο[επεξεργασία]
ακόλλητος, -η, -ο
- που δεν έχει κολληθεί σε κάτι άλλο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ακόλλητος
|
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ ακόλλητος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'όμορφος' (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)