αλάβωτος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αλάβωτος η αλάβωτη το αλάβωτο
      γενική του αλάβωτου της αλάβωτης του αλάβωτου
    αιτιατική τον αλάβωτο την αλάβωτη το αλάβωτο
     κλητική αλάβωτε αλάβωτη αλάβωτο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αλάβωτοι οι αλάβωτες τα αλάβωτα
      γενική των αλάβωτων των αλάβωτων των αλάβωτων
    αιτιατική τους αλάβωτους τις αλάβωτες τα αλάβωτα
     κλητική αλάβωτοι αλάβωτες αλάβωτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αλάβωτος < (στερητικό) α- + λαβώ(νω) + -τος

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /aˈla.vo.tos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐λά‐βω‐τος

Επίθετο[επεξεργασία]

αλάβωτος, -η, -ο

  • που δεν τραυματίστηκε σωματικά

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]