αλληλόχρεος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
αλληλόχρεος, -η, -ο
- που αναφέρεται στον συμψηφισμό απαιτήσεων δύο συμβαλλομένων μερών
- αλληλόχρεος λογαριασμός
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αλληλόχρεος
|