αμάγευτος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αμάγευτος η αμάγευτη το αμάγευτο
      γενική του αμάγευτου της αμάγευτης του αμάγευτου
    αιτιατική τον αμάγευτο την αμάγευτη το αμάγευτο
     κλητική αμάγευτε αμάγευτη αμάγευτο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αμάγευτοι οι αμάγευτες τα αμάγευτα
      γενική των αμάγευτων των αμάγευτων των αμάγευτων
    αιτιατική τους αμάγευτους τις αμάγευτες τα αμάγευτα
     κλητική αμάγευτοι αμάγευτες αμάγευτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αμάγευτος < (ελληνιστική κοινήἀμάγευτος < ἀ- + μαγεύω + -τος

Επίθετο[επεξεργασία]

αμάγευτος

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]