αμάγευτος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αμάγευτος < (ελληνιστική κοινή) ἀμάγευτος < ἀ- + μαγεύω + -τος
Επίθετο[επεξεργασία]
αμάγευτος
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αμάγευτος