αμετάδοτος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
αμετάδοτος, η, ο
- που δεν μεταδίδεται, συνήθως για εκπομπή ή μαγνητοσκοπημένο αγώνα (για τα νοσήματα χρησιμοποιείται συνήθως η μετοχή μεταδιδόμενος με αρνητικό μόριο, δηλ. μη μεταδιδόμενος)
- για τη γνώση ή άλλες αφηρημένες έννοιες, με την έννοια ότι αυτές δεν μεταδόθηκαν ή ήταν και είναι αδύνατο να μεταδοθούν (το αμετάδοτο μυστικό, η αμετάδοτη εμπειρία)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αμετάδοτος