αμετανόητος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
αμετανόητος -η -ο
- που δεν μετανιώνει για τα σφάλματά του
- ο αμετανόητος δολοφόνος
- (γενικότερα) που δεν αλλάζει τις συνήθειές του
- ο Γιώργος είναι αμετανόητος εργένης
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αμετανόητος
|