αμετανόητος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αμετανόητος η αμετανόητη το αμετανόητο
      γενική του αμετανόητου της αμετανόητης του αμετανόητου
    αιτιατική τον αμετανόητο την αμετανόητη το αμετανόητο
     κλητική αμετανόητε αμετανόητη αμετανόητο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αμετανόητοι οι αμετανόητες τα αμετανόητα
      γενική των αμετανόητων των αμετανόητων των αμετανόητων
    αιτιατική τους αμετανόητους τις αμετανόητες τα αμετανόητα
     κλητική αμετανόητοι αμετανόητες αμετανόητα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αμετανόητος < α- στερητικό + μετανοώ + κατάληξη ρηματικών επιθέτων -τος

Επίθετο[επεξεργασία]

αμετανόητος -η -ο

ο αμετανόητος δολοφόνος
  • (γενικότερα) που δεν αλλάζει τις συνήθειές του
ο Γιώργος είναι αμετανόητος εργένης

Μεταφράσεις[επεξεργασία]