αναβαπτισμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αναβαπτισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου αναβαπτίζω
Μετοχή[επεξεργασία]
αναβαπτισμένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη αναβαπτίζω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αναβαπτισμένος
|