αναξιοποίητος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αναξιοποίητος < λόγια λέξη της καθαρεύουσας από το α το στερητικό και το ρήμα αξιοποιώ
Επίθετο[επεξεργασία]
αναξιοποίητος
- που δεν έχει αξιοποιηθεί, προσδιορισμός για κάτι χρήσιμο και θετικό που θα μπορούσε να αποφέρει όφελος ή ευχαρίστηση
- αναξιοποίητος χρόνος, ενέργεια, δυναμικό, ταλέντο, δυνατότητα, κεφάλαιο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αναξιοποίητος