αναπάντητος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αναπάντητος < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο[επεξεργασία]
αναπάντητος, -η, -ο
- που δεν το απάντησε κανείς
- αυτά τα ερωτήματα έχουν μείνει αναπάντητα
- κοίταξε το κινητό σου, έχεις μια αναπάντητη (δηλαδή αναπάντητη κλήση)