αναρρωτικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αναρρωτικός < ανάρρωση
Επίθετο[επεξεργασία]
αναρρωτικός
- ο σχετικός με την ανάρρωση
- αναρρωτική άδεια σε εργαζόμενο που είχε ασθενήσει και έχει το δικαίωμα να απουσιάσει από τη δουλειά
- που βοηθά στην ανάρρωση
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- αναρρωτική ως ουσιαστικοποιημένο επίθετο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αναρρωτικός
|