αναφύσημα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αναφύσημα < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀναφύσημα < ἀναφυσάω & σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική souffle [1]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /a.naˈfi.si.ma/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐να‐φύ‐ση‐μα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αναφύσημα ουδέτερο
- (άνεμος) στιγμιαίο ανάλαφρο αεράκι
- ※ ⌘ Ανδρέας Καρκαβίτσας, Ο ζητιάνος, 1897, κεφάλαιο Β. Μυστήρια της ζητιανιάς
- εταλάντευε το σώμα του ανάμεσα στις πατερίτσες, σαν βρωμερό κουρέλι στο αναφύσημα
- → δείτε και τη λέξη αεροφύσημα
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
στιγμιαίος ελαφρός αέρας
|
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ αναφύσημα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'όνομα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα ανα- (νέα ελληνικά)
- Σημασιολογικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Άνεμοι (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)