ανελευθέρωτος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ανελευθέρωτος < αν- στερητικό + ελευθερώ(νω) + -τος
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /a.ne.leˈfθe.ɾo.tos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐νε‐λευ‐θέ‐ρω‐τος
Επίθετο[επεξεργασία]
ανελευθέρωτος, -η, -ο
- που δεν έχει ελευθερωθεί ή δεν είναι δυνατόν να ελευθερωθεί
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τις λέξεις ελευθερώνω και ελεύθερος
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ανελευθέρωτος
Πηγές[επεξεργασία]
- ανελευθέρωτος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ανελευθέρωτος - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας