ανεμισμένος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ανεμισμένος η ανεμισμένη το ανεμισμένο
      γενική του ανεμισμένου της ανεμισμένης του ανεμισμένου
    αιτιατική τον ανεμισμένο την ανεμισμένη το ανεμισμένο
     κλητική ανεμισμένε ανεμισμένη ανεμισμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ανεμισμένοι οι ανεμισμένες τα ανεμισμένα
      γενική των ανεμισμένων των ανεμισμένων των ανεμισμένων
    αιτιατική τους ανεμισμένους τις ανεμισμένες τα ανεμισμένα
     κλητική ανεμισμένοι ανεμισμένες ανεμισμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ανεμισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου ανεμίζω

Μετοχή[επεξεργασία]

ανεμισμένος, -η, -ο

→ δείτε τη λέξη ανεμίζω

Μεταφράσεις[επεξεργασία]