ανερεύνητος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ἀνερεύνητος, ανεξερεύνητος, ἀνεξερεύνητος

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ανερεύνητος η ανερεύνητη το ανερεύνητο
      γενική του ανερεύνητου της ανερεύνητης του ανερεύνητου
    αιτιατική τον ανερεύνητο την ανερεύνητη το ανερεύνητο
     κλητική ανερεύνητε ανερεύνητη ανερεύνητο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ανερεύνητοι οι ανερεύνητες τα ανερεύνητα
      γενική των ανερεύνητων των ανερεύνητων των ανερεύνητων
    αιτιατική τους ανερεύνητους τις ανερεύνητες τα ανερεύνητα
     κλητική ανερεύνητοι ανερεύνητες ανερεύνητα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ανερεύνητος < αρχαία ελληνική ἀνερεύνητος

Επίθετο[επεξεργασία]

ανερεύνητος, -η, -ο

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]