ερευνημένος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ερευνημένος η ερευνημένη το ερευνημένο
      γενική του ερευνημένου της ερευνημένης του ερευνημένου
    αιτιατική τον ερευνημένο την ερευνημένη το ερευνημένο
     κλητική ερευνημένε ερευνημένη ερευνημένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ερευνημένοι οι ερευνημένες τα ερευνημένα
      γενική των ερευνημένων των ερευνημένων των ερευνημένων
    αιτιατική τους ερευνημένους τις ερευνημένες τα ερευνημένα
     κλητική ερευνημένοι ερευνημένες ερευνημένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ερευνημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου ερευνώ

Μετοχή[επεξεργασία]

ερευνημένος, -η, -ο

→ δείτε τη λέξη ερευνώ

Μεταφράσεις[επεξεργασία]