ερευνημένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ερευνημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου ερευνώ
Μετοχή[επεξεργασία]
ερευνημένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη ερευνώ
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ερευνημένος
|