αντιδανεισμένος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αντιδανεισμένος η αντιδανεισμένη το αντιδανεισμένο
      γενική του αντιδανεισμένου της αντιδανεισμένης του αντιδανεισμένου
    αιτιατική τον αντιδανεισμένο την αντιδανεισμένη το αντιδανεισμένο
     κλητική αντιδανεισμένε αντιδανεισμένη αντιδανεισμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αντιδανεισμένοι οι αντιδανεισμένες τα αντιδανεισμένα
      γενική των αντιδανεισμένων των αντιδανεισμένων των αντιδανεισμένων
    αιτιατική τους αντιδανεισμένους τις αντιδανεισμένες τα αντιδανεισμένα
     κλητική αντιδανεισμένοι αντιδανεισμένες αντιδανεισμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αντιδανεισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου αντιδανείζω

Μετοχή[επεξεργασία]

αντιδανεισμένος

Μεταφράσεις[επεξεργασία]