αντιληπτικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αντιληπτικός < (ελληνιστική κοινή) αντιληπτικός
Επίθετο[επεξεργασία]
αντιληπτικός, -ή, -ό
- που σχετίζεται με την αντίληψη, την ικανότητα να αντιλαμβανόμαστε
Συγγενικά[επεξεργασία]
- αντιληπτικά
- αντιληπτικότητα
- → δείτε τις λέξεις αντιλαμβάνομαι και λαμβάνω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αντιληπτικός