ανυπολόγιστος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ανυπολόγιστος < αν- + υπολογίζω + -τος (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική incalculable)
Επίθετο[επεξεργασία]
ανυπολόγιστος, -η, -ο
- που είναι δύσκολο να υπολογιστεί, που δεν μπορεί να υπολογιστεί
Συγγενικά[επεξεργασία]
- ανυπολόγιστα
- → δείτε τις λέξεις υπολογίζω και λέγω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ανυπολόγιστος