αξεπούλητος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
αξεπούλητος, -η, -ο
- που δεν έχει ξεπουληθεί
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
- αξεπούλητα
- → δείτε τις λέξεις ξεπουλώ και πουλώ
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αξεπούλητος
|