αξιοζήλευτος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αξιοζήλευτος η αξιοζήλευτη το αξιοζήλευτο
      γενική του αξιοζήλευτου της αξιοζήλευτης του αξιοζήλευτου
    αιτιατική τον αξιοζήλευτο την αξιοζήλευτη το αξιοζήλευτο
     κλητική αξιοζήλευτε αξιοζήλευτη αξιοζήλευτο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αξιοζήλευτοι οι αξιοζήλευτες τα αξιοζήλευτα
      γενική των αξιοζήλευτων των αξιοζήλευτων των αξιοζήλευτων
    αιτιατική τους αξιοζήλευτους τις αξιοζήλευτες τα αξιοζήλευτα
     κλητική αξιοζήλευτοι αξιοζήλευτες αξιοζήλευτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αξιοζήλευτος < άξιος + -ο- + ζηλεύω + -τος

Επίθετο[επεξεργασία]

αξιοζήλευτος, -η, -ο

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]