αξιομακάριστος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αξιομακάριστος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀξιομακάριστος < ἄξιος, ἀξιο- + μακαριστός < μακαρίζω
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /a.ksi.o.maˈka.ɾi.stos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐ξι‐ο‐μα‐κά‐ρι‐στος
Επίθετο[επεξεργασία]
αξιομακάριστος, -η, -ο
- αυτός που μακαρίζεται επάξια (ιδίως προσφώνηση νεκρού)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'όμορφος' (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα αξιο- (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Προσφωνήσεις (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)