απέραστος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ἀπέραστος

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο απέραστος η απέραστη το απέραστο
      γενική του απέραστου της απέραστης του απέραστου
    αιτιατική τον απέραστο την απέραστη το απέραστο
     κλητική απέραστε απέραστη απέραστο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι απέραστοι οι απέραστες τα απέραστα
      γενική των απέραστων των απέραστων των απέραστων
    αιτιατική τους απέραστους τις απέραστες τα απέραστα
     κλητική απέραστοι απέραστες απέραστα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

απέραστος < α- + περνώ + -τος

Επίθετο[επεξεργασία]

απέραστος

  1. που δεν έχει περαστεί ή δεν μπορεί να περαστεί
  2. αδιαπέραστος
  3. (μεταφορικά) αδιάβατος
  4. (μεταφορικά) ακαταχώρητος

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]