απαρηγόρητος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- απαρηγόρητος < αρχαία ελληνική ἀπαρηγόρητος < ἀ- στερητικό + παρηγορέω + -τος
Επίθετο[επεξεργασία]
απαρηγόρητος
- που δεν μπορεί εύκολα να παρηγορηθεί, να ησυχάσει, να σταματήσει να θρηνεί, να κλαίει κλπ
- ※ Πήγαινα κοντά του να τον παρηγορήσω αλλά ήταν απαρηγόρητος. (Γιάννης Γουδέλης, Τα μάτια της δίδυμης)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
απαρηγόρητος