απολεστικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο απολεστικός η απολεστική το απολεστικό
      γενική του απολεστικού της απολεστικής του απολεστικού
    αιτιατική τον απολεστικό την απολεστική το απολεστικό
     κλητική απολεστικέ απολεστική απολεστικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι απολεστικοί οι απολεστικές τα απολεστικά
      γενική των απολεστικών των απολεστικών των απολεστικών
    αιτιατική τους απολεστικούς τις απολεστικές τα απολεστικά
     κλητική απολεστικοί απολεστικές απολεστικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

απολεστικός< θέμα απολεσ- του απολλύω· νεολογισμός, (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική lossy

Επίθετο[επεξεργασία]

απολεστικός, -ή, -ό

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. Συμπίεση Δεδομένων: Τι Είναι και Πώς Λειτουργεί, από pcsteps.gr. Δημοσίευση 2016-06-17. Προσπέλαση 2020-07-10.