αποσταμένος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αποσταμένος η αποσταμένη το αποσταμένο
      γενική του αποσταμένου της αποσταμένης του αποσταμένου
    αιτιατική τον αποσταμένο την αποσταμένη το αποσταμένο
     κλητική αποσταμένε αποσταμένη αποσταμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αποσταμένοι οι αποσταμένες τα αποσταμένα
      γενική των αποσταμένων των αποσταμένων των αποσταμένων
    αιτιατική τους αποσταμένους τις αποσταμένες τα αποσταμένα
     κλητική αποσταμένοι αποσταμένες αποσταμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Μετοχή[επεξεργασία]

αποσταμένος, -η, -ο

※  Το πρώτο βράδυ που γύρισε πίσω, το παιδί κοιμότανε κιόλας αποσταμένο δίπλα στο σβησμένο τζάκι. (Δημήτρης Χατζής, Ανυπεράσπιστοι)

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]