αποφοιτών

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ἀποφοιτῶν

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αποφοιτών
αποφοιτώντας
η αποφοιτώσα το αποφοιτών
      γενική του αποφοιτώντος
αποφοιτώντα
της αποφοιτώσας
αποφοιτώσης*
του αποφοιτώντος
    αιτιατική τον αποφοιτώντα την αποφοιτώσα το αποφοιτών
     κλητική αποφοιτών
αποφοιτώντα
αποφοιτώσα αποφοιτών
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αποφοιτώντες οι αποφοιτώσες τα αποφοιτώντα
      γενική των αποφοιτώντων των αποφοιτωσών των αποφοιτώντων
    αιτιατική τους αποφοιτώντες τις αποφοιτώσες τα αποφοιτώντα
     κλητική αποφοιτώντες αποφοιτώσες αποφοιτώντα
Οι αρχαίες καταλήξεις για τα τρία γένη: -ῶν -ῶσα, -ῶν από συναίρεση -άων, -άουσα, -άον
Οι δεύτεροι τύποι του αρσενικού, νεότερες μορφές.
* παλιότερος λόγιος τύπος
ομάδα 'κυβερνών', Κατηγορία όπως «κυβερνών» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αποφοιτών < αρχαία ελληνική ἀποφοιτῶν, μετοχή ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος αποφοιτῶ

Επίθετο[επεξεργασία]

αποφοιτών, -ώσα, -ών

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]