αποψεσινός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αποψεσινός η αποψεσινή το αποψεσινό
      γενική του αποψεσινού της αποψεσινής του αποψεσινού
    αιτιατική τον αποψεσινό την αποψεσινή το αποψεσινό
     κλητική αποψεσινέ αποψεσινή αποψεσινό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αποψεσινοί οι αποψεσινές τα αποψεσινά
      γενική των αποψεσινών των αποψεσινών των αποψεσινών
    αιτιατική τους αποψεσινούς τις αποψεσινές τα αποψεσινά
     κλητική αποψεσινοί αποψεσινές αποψεσινά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αποψεσινός < αποψές / απόψες (χθες) + -ινός.[1] Δείτε και ψεσινός.

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /a.po.pse.siˈnos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐πο‐ψε‐σι‐νός

Επίθετο[επεξεργασία]

αποψεσινός

  1. (δημοτική) από ψες, που ανήκει ή αναφέρεται στο προηγούμενο βράδυ, ο χθεσινοβραδινός
     συνώνυμα: ψεσινός
  2. (σπάνιο) συνώνυμο του αποψινός (απόψε, το σημερινό βράδυ) [2]

Εκφράσεις[επεξεργασία]

  • είναι αποψεσινός: είναι μεθυσμένος (από χτες το βράδυ)

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. αποψεσινόςΓεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .