απυρόβλητος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- απυρόβλητος < α- στερητικό + πυρά + βάλλω = ρίχνω
Επίθετο[επεξεργασία]
απυρόβλητος
- αυτός που δε βάλλεται, δε χτυπιέται από τα βλήματα των εχθρικών πυροβόλων
- ↪ απυρόβλητη περιοχή, απυρόβλητο οχυρό