αρχαιομανής

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αρχαιομανής η αρχαιομανής το αρχαιομανές
      γενική του αρχαιομανούς* της αρχαιομανούς του αρχαιομανούς
    αιτιατική τον αρχαιομανή την αρχαιομανή το αρχαιομανές
     κλητική αρχαιομανή(ς) αρχαιομανής αρχαιομανές
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αρχαιομανείς οι αρχαιομανείς τα αρχαιομανή
      γενική των αρχαιομανών των αρχαιομανών των αρχαιομανών
    αιτιατική τους αρχαιομανείς τις αρχαιομανείς τα αρχαιομανή
     κλητική αρχαιομανείς αρχαιομανείς αρχαιομανή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αρχαιομανής < αρχαίος + -ο- + -μανής

Επίθετο[επεξεργασία]

αρχαιομανής, -η, -ο

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]