ασταύρωτος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
ασταύρωτος, -η, -ο
- που δε σταυρώθηκε. δε βρήκε μαρτυρικό θάνατο στο σταυρό
- που δε διασταυρώθηκε, δε σχημάτισε σταυρό με κάτι άλλο
- (μτφ.) ανενόχλητος, που δεν υπέστη φορτικές ενοχλήσεις
- κανέναν δεν άφησε ασταύρωτο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ασταύρωτος
|