ασυμμόρφωτος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ασυμμόρφωτος < α- στερητικό + συμμορφ(ώνω) + -τος
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /a.siˈmoɾ.fo.tos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐συμ‐μόρ‐φω‐τος
Επίθετο[επεξεργασία]
ασυμμόρφωτος, -η, -ο
- που δεν έχει συμμορφωθεί ή δεν μπορεί να συμμορφωθεί
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
- ασυμμόρφωτα (επίρρημα)
- → δείτε τις λέξεις συμμορφώνω, συν, μορφώνω και μορφή
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ασυμμόρφωτος
|
Πηγές[επεξεργασία]
- ασυμμόρφωτος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ασυμμόρφωτος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- ασσυμόρφωτος - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας