αταβισμός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αταβισμός οι αταβισμοί
      γενική του αταβισμού των αταβισμών
    αιτιατική τον αταβισμό τους αταβισμούς
     κλητική αταβισμέ αταβισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αταβισμός < (άμεσο δάνειο) γαλλική atavisme < λατινική atavus (πρόγονος) < avus < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *h₂éwh₂os

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

αταβισμός αρσενικό

  1. (βιολογία) η επανεμφάνιση κληρονομικών χαρακτηριστικών προγόνου μετά από απουσία αρκετών γενιών
  2. (λόγιο) η επανεμφάνιση ιδεών, συμπεριφορών, μεθόδων κλπ που είχαν ξεχαστεί και θεωρούσαμε ότι ανήκουν στο παρελθόν

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]