αυτενέργεια

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: αὐτενέργεια, αντενέργεια

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αυτενέργεια οι αυτενέργειες
      γενική της αυτενέργειας των αυτενεργειών
    αιτιατική την αυτενέργεια τις αυτενέργειες
     κλητική αυτενέργεια αυτενέργειες
Ο πληθυντικός είναι δύσχρηστος
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αυτενέργεια < (ελληνιστική κοινήαὐτενέργεια < αρχαία ελληνική αὐτός + ἐνέργεια < ἔργον

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

αυτενέργεια θηλυκό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]