αχάλαγος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αχάλαγος η αχάλαγη το αχάλαγο
      γενική του αχάλαγου της αχάλαγης του αχάλαγου
    αιτιατική τον αχάλαγο την αχάλαγη το αχάλαγο
     κλητική αχάλαγε αχάλαγη αχάλαγο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αχάλαγοι οι αχάλαγες τα αχάλαγα
      γενική των αχάλαγων των αχάλαγων των αχάλαγων
    αιτιατική τους αχάλαγους τις αχάλαγες τα αχάλαγα
     κλητική αχάλαγοι αχάλαγες αχάλαγα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αχάλαγος < αχάλαστος

Επίθετο[επεξεργασία]

αχάλαγος

  1. (σπάνιο) άλλη γραφή του αχάλαστος
  2. (προφορικό) που δεν ενοχλείται

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]