αχάλαγος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | αχάλαγος | η | αχάλαγη | το | αχάλαγο |
γενική | του | αχάλαγου | της | αχάλαγης | του | αχάλαγου |
αιτιατική | τον | αχάλαγο | την | αχάλαγη | το | αχάλαγο |
κλητική | αχάλαγε | αχάλαγη | αχάλαγο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | αχάλαγοι | οι | αχάλαγες | τα | αχάλαγα |
γενική | των | αχάλαγων | των | αχάλαγων | των | αχάλαγων |
αιτιατική | τους | αχάλαγους | τις | αχάλαγες | τα | αχάλαγα |
κλητική | αχάλαγοι | αχάλαγες | αχάλαγα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αχάλαγος < αχάλαστος
Επίθετο[επεξεργασία]
αχάλαγος
- (σπάνιο) άλλη γραφή του αχάλαστος
- (προφορικό) που δεν ενοχλείται
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη χαλάω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αχάλαγος
|