αχρωματοψία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αχρωματοψία < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική achromatopsie < αρχαία ελληνική χρῶμα + ὄψη
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αχρωματοψία θηλυκό
- (ιατρική) ασθένεια στην οποία ο ασθενής δεν αντιλαμβάνεται ένα η περισσότερα βασικά χρώματα (κόκκινο, πράσινο, μπλε), αλλά μόνο τα σχήματα
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αχρωματοψία
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λόγια δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ιατρική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)