αχρύσωτος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αχρύσωτος < ελληνιστική κοινή ἀχρύσωτος[1] < αρχαία ελληνική χρυσόω < χρυσέος / χρυσοῦς
Επίθετο[επεξεργασία]
αχρύσωτος, -η, -ο
- που δεν έχει επικαλυφθεί με χρυσό ή δεν έχει βαφεί σε τέτοιο χρώμα
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη χρυσός
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αχρύσωτος
|
Πηγές[επεξεργασία]
- αχρύσωτος - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- αχρύσωτος - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
- ↑ ἀχρύσωτος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.