βασιλοκτόνος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο/η βασιλοκτόνος το βασιλοκτόνο
      γενική του/της βασιλοκτόνου του βασιλοκτόνου
    αιτιατική τον/τη βασιλοκτόνο το βασιλοκτόνο
     κλητική βασιλοκτόνε βασιλοκτόνο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι βασιλοκτόνοι τα βασιλοκτόνα
      γενική των βασιλοκτόνων των βασιλοκτόνων
    αιτιατική τους/τις βασιλοκτόνους τα βασιλοκτόνα
     κλητική βασιλοκτόνοι βασιλοκτόνα
Λόγιο επίθετο που δε συνηθίζει τον νεότερο τύπο του θηλυκού σε .
ομάδα '-ος -ος -ο', Κατηγορία όπως «εμβολοφόρος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

βασιλοκτόνος < βασιλ(εύς) + -ο- + -κτόνος

Επίθετο[επεξεργασία]

βασιλοκτόνος, -ος, -ο

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]