βούλευμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- βούλευμα < αρχαία ελληνική βούλευμα < βουλεύω < βουλή
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
βούλευμα ουδέτερο
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
- προβούλευμα
- → δείτε τις λέξεις βουλεύομαι και βουλή