βρετό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | βρετό | τα | βρετά |
γενική | του | βρετού | των | βρετών |
αιτιατική | το | βρετό | τα | βρετά |
κλητική | βρετό | βρετά | ||
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- βρετό < πιθανολογείται είτε η προτροπή «βρε το» (βρες το), που ακολουθούσε την εκφώνηση αινιγμάτων, είτε η αρχαία ελληνική εὑρετόν[1]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /vɾeˈto/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : βρε‐τό
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
βρετό ουδέτερο
- (ιδιωματικό, λαογραφία) αίνιγμα, γρίφος
- ※ Αφού έτρωγαν έκαμναν διάφορα παιχνίδια, έλεγαν αποκρηάτικα αστεία, βρετά, τραγούδια, γλωσσοδέτες, δυσκολεύουνταν να τα πούνε γλήγορα, τάλεγαν παραλλαγμένα και γελούσανε.
- Ελπινίκη Σταμούλη Σαραντή, «Δημοτικά τραγούδια της Θράκης», Θρακικά 11 (1939), σ. 27.
- ※ Αφού έτρωγαν έκαμναν διάφορα παιχνίδια, έλεγαν αποκρηάτικα αστεία, βρετά, τραγούδια, γλωσσοδέτες, δυσκολεύουνταν να τα πούνε γλήγορα, τάλεγαν παραλλαγμένα και γελούσανε.
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
βρετό
|
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ Κατά τον G.F. Abbott, στο βιβλίο του Macedonian Folklore (1903)· όπως το αναφέρει η Χρυσούλα Χατζητάκη-Καψωμένου στη διδακτορική διατριβή της: Νεοελληνικά λαϊκά αινίγματα. Μορφολογική και λειτουργική ανάλυση (Θεσσαλονίκη: Φιλοσοφική Σχολή ΑΠΘ, 1990), σ. 19, υποσ. 53.
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
βρετό ουδέτερο
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του βρετός
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'βουνό' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ιδιωματικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Λαογραφία (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Κλιτικοί τύποι επιθέτων (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)