γενετήσιος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- γενετήσιος < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο[επεξεργασία]
γενετήσιος, -α, -ο
- που αναφέρεται στην σωματική ένωση αρσενικού και θηλυκού και την αναπαραγωγή
- γενετήσιο ένστικτο
- που αναφέρεται σε αναπαραγωγικά όργανα, συμπεριφορές ή ενδοκρινολογία