γεωθερμικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο γεωθερμικός η γεωθερμική το γεωθερμικό
      γενική του γεωθερμικού της γεωθερμικής του γεωθερμικού
    αιτιατική τον γεωθερμικό τη γεωθερμική το γεωθερμικό
     κλητική γεωθερμικέ γεωθερμική γεωθερμικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι γεωθερμικοί οι γεωθερμικές τα γεωθερμικά
      γενική των γεωθερμικών των γεωθερμικών των γεωθερμικών
    αιτιατική τους γεωθερμικούς τις γεωθερμικές τα γεωθερμικά
     κλητική γεωθερμικοί γεωθερμικές γεωθερμικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

γεωθερμικός < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική géothermique, γεωθερμ(ία) + -ικός[1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ʝe.o.θeɾ.miˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: γε‐ω‐θερ‐μι‐κός

Επίθετο[επεξεργασία]

γεωθερμικός, -ή, -ό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]