γεώγλυφο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το γεώγλυφο τα γεώγλυφα
      γενική του γεωγλύφου
γεώγλυφου
των γεωγλύφων
    αιτιατική το γεώγλυφο τα γεώγλυφα
     κλητική γεώγλυφο γεώγλυφα
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

γεώγλυφο (νεολογισμός) < μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική geoglyph < geo- (γεώ- + glyph (< αρχαία ελληνική γλύφω

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ʝeˈo.ɣli.fo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: γε‐ώ‐γλυ‐φο

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

γεώγλυφο ουδέτερο

  • μοτίβο ή σχέδιο στο έδαφος κατασκευασμένο από υλικά του τοπίου, συνήθως από βράχους, πέτρες ή χαλίκια
    ※  Χαραγμένες στην έρημο του νότιου Περού πριν από μια χιλιετία, οι αινιγματικές γραμμές Nasca συνεχίζουν να εξάπτουν την φαντασία μας. Τώρα, οι αρχαιολόγοι με τη βοήθεια drones, ανακάλυψαν πάνω από 25 νέα γεώγλυφα χαραγμένα σε μία ζώνη παραλιακής ερήμου του νοτίου Περού κοντά στις Γραμμές της Nasca, ανακοίνωσε αξιωματούχος του υπουργείου Πολιτισμού.(Γεώγλυφα 2.000 ετών ανακαλύφθηκαν κοντά στις γραμμές Nasca στο Περού, CNN Greece, 29/05/18)

Συγγενικά[επεξεργασία]

→ και δείτε τις λέξεις γλύφω και γλύπτης

Μεταφράσεις[επεξεργασία]